Ε ντε Λα Μαγκεν

Αυτή αδερφέ μου είναι το ησπεράλντο, το λεξικό του μάγκα!
Κι από ενθάδε κι εμπρός όλη η Ελλάδα θα ξηγιέται μ’ αυτό το βιολί.
Aπό το ρεμπέτικο τραγούδι «Το Λεξικό του Μάγκα» – Πέτρος Κυριακός (1932)

Α  Β  Γ  Δ  Ε  Ζ  Η  Θ  Ι  Κ  Λ  Μ  Ν  Ξ  Ο  Π  Ρ  Σ  Τ  Υ  Φ  Χ  Ψ  Ω

Α
Αγκαζέ: αποκλειστικά
Αλάνης: το αλητόπαιδο, το παιδί του δρόμου.
Αλισβερίσι:  ανταλλαγή προϊόντων ή/και χρήματος τουρκ. alisveris πάρε-δώσε
Αλμπάνης:  άπειρος, αδέξιος, τσαρλατάνος γιατρός, τουρκ. nalbant = πεταλωτής
Αμολάω μελάνι: αποχωρώ, φεύγω κρυφά αθέατος
Ανθίζομαι: σακκουλεύομαι, ψυλλιάζομαι
Αντάμης: φίλος, λεβέντης, παλικαράς (τουρκ. λέξη adam, που σημαίνει άνδρας)
Αντάμικα: αντρίκια, θαρραλέα
Απάχης: κακοποιός, μόρτης. Υπήρξε και οπερέτα του 1921 «Οι Απάχηδες των Αθηνών»
Ασίκης: αγαπητικός, λεβέντης, γενναίος (τουρκική λέξη asik σημαίνει τον εραστή)


Β
Βλάμης: σταυραδερφός, σύντροφος, παράνυμφος, εραστής, γενναίος
Βαρσί:
 καλλυντικό, κοκκινάδι
Βιόλα: τακτική, μέθοδος μέσο εξαπάτησης
Βουβή: μαχαίρι δίκοπο


Γ
Γιαβάσης: ήρεμος, ψύχραιμος, νωθρός
Γιαβουκλού: μνηστή, ερωμένη
Γιαγκίνι: σφοδρό ερωτικό πάθος, φωτιά
Γομάρια: γαϊδούρια, σωματοφύλακες, μπράβοι


Δ
Δαχτυλίθρες: παιχνίδι εξαπάτησης, κατά το οποίο ο παίκτης έπρεπε να βρει σε ποια από τις τρεις συνήθως δαχτυλήθρες, που είχε ο θύτης, βρισκόταν το στραγάλι, η φακή ή το ρεβίθι, κάτι σαν τον αντίστοιχο «εδώ παππάς, εκεί παππάς, που είναι ο παππάς»…
Δερβίσης: Σωστός ιδανικός άντρας, μάγκας
Δίκοπη: Το αμφίστομο μαχαίρι


Ε
Εξωφυλαρούχας: ο ατζαμής, παίκτης που δεν ξέρει μπάλα και δεν επιλέγεται κατά το στήσιμο της ομάδας στην αλάνα. Έτσι δεν παίζει αντ’ αυτού φυλάει τα ρούχα των παικτών, παραμένοντας έξω από το γήπεδο. Επίσης είναι αυτός μαζεύει τις μπάλες σκαρφαλώνοντας μάντρες
Επαμεινώντας: πανωφόρι, παλτό (ref. Νίκος Τσιφόρος – Τα Παιδιά της Πιάτσας – 1960)


Ζ
Ζαμάνια: μεγάλο χρονικό διάστημα


Κ
Καϊξής:  ο καπετάνιος (ή ο ιδιοκτήτης) ενός καϊκιού, τουρκ.  kayıkçı
Καλαμπαλίκι: γιορτή
Κασσαδόρος: ο διαρρήκτης
Κεσάτια: αναδουλειές, τουρκ. kesat
Κογιονάρω: εμπαίζω, ειρωνεύομαι
Κουμπούρι: το πιστόλι, στον πληθυντικό οι μαστοί
Κουσέλι: κακολογία
Κουσελιάρης: ο κουτσομπόλης
Κουτσαβάκης: νταής, παλληκαράς,
Κούφιο: το πιστόλι
Κοψοχρονιά: αυτός που φεύγει άδι


Λ
Λάζος: είδος μαχαιριού που διπλώνει
Λάχανα: τα πορτοφόλια
Λαχανάδες: οι πορτοφολάδες ( υπάρχει και ομώνυμο τραγούδι του Σπύρου Περιστέρη «Οι λαχανάδες κάτω στα Λεμονάδικα»)
Λεμονάδικα: παλιά οπωραγορά του Πειραιά στην πλατεία Καραϊσκάκι
Λιμά: λόγια χωρίς σημασία, φλυαρία. Σύμφωνα με το «Λεξικό της Πιάτσας» του Βρασίδα Καπετανάκη λιμά χαρακτηρίζονται επίσης τα κάτω του 8 χαρτιά της τράπουλας, αλλά και τα ψιλά.


Μ
Μάγκας: χαμίνι
Μαγκιόρος: πολύ ικανός, καπάτσος
Μάλε βράσε: «έγινε το μάλε-βράσε» καβγά, χτυπήματα, μάχη
Μανίκι: αναποδιά
Μανίτα: Μέθοδος εξαπάτησης που χρησιμοποιούσαν οι πορτοφολάδες σε πολυσύχναστα μέρη (έριχναν το πορτοφόλι μπροστά από κάποιον και μόλις το έπαιρνε τον αποκαλούσαν κλέφτη και ζητούσαν τα λεφτά που υποτίθεται πως είχε μέσα)
Μάπας: ο ναργιλές
Μαρ(γ)ιόλος, μαργιόλα: πανούργος κατεργάρης
Μαστούρια: πρεζόνια, φτιαγμένος
Ματσαράγκα: η απάτη, η κατεργαριά
Μαύρης:
 χασίς
Μαχαραγιάς: ινδός ηγεμόνας ή πρίγκιπας
Μαχμούρικο: βαρύθυμο, οκνό
Μόρτης: συνώνυμο του Μάγκα
Μόκο: η σιωπή
Μουρμούρης: νταής, καβγατζής
Μπαγιόκο: λεφτά, κομπόδεμα
Μπανιόκα: ψωμί
Μπαλαμούτι: απάτη χαρτοπαικτική
Μπαμπέσης:
 ύπουλος, δόλιος,
Μπαμπεσιά: η δόλια, η ύπουλη πράξη
Μπαχτσές: ο κήπος
Μπελαλής: ενοχλητικός , δύστροπος, που προκαλεί μπελάδες
Μπεμπέδες: αθλητές
Μπεσαλής: αυτός που κρατάει τον λόγο του, ο συνεπής.
Μπιλαντέρια: τα αδέλφια
Μπιτιρίνι: η οργανωμένη μπαρμπουτιέρα
Μπουλασιλίκη: κόλλημα, επιμονή, πείσμα


Ν
Νταβατζής: μαστροπός
Νταής: παλληκαράς
Νταλκάς: δυνατή επιθυμία, πόθος (από την τουρκική λέξη dalga)
Νταμίρα: φυτό πλούσιο σε αλκαλοειδείς ουσίες που χρησιμοποιούνταν ως υποκατάστατο του χασισιού
Ντερβίσης: άντρας του κόσμου της μαγκιάς αλλά κλειστός τύπος σαν χαρακτήρας όπως ο μουσουλμάνος μοναχός δερβίσης που είναι γεμάτος μυστήριο
Ντερμπεντέρης: ανοιχτόκαρδος, λεβέντης
Ντέρτι: ψυχικός πόνος (από την τουρκική dert)
Ντεριτιλής: αυτός που υφίσταται ταλαιπωρία, λύπη, στενοχώρια, πόνος, καημό κυρίως από αιτία ερωτική.
Ντουζένι: το κέφι
Ντουνιάς: ο κόσμος
Ντράβαλα: μπελάδες


Ξ
Ξεφτέρι: έξυπνος


Π
Παπατζής: αυτός που εξαπατά θύματα παίζοντας με τα χαρτιά το παιχνίδι “παππάς”
Παπαγαλάκι: αυτός που «κελαηδάει» μόλις συλληφθεί
Πεζεβέγκης ή Μπεζεβέγκης: μαστροπός, αχρείος
Πετσί: το πορτοφόλι
Πιάτσα: τόπος συγκέντρωσης
Ποδαράδες: παλιά ονομασία της Νέας Ιωνίας
Πούγκα: το κομπόδεμα


Ρ
Ρεφάρω: ξανακερδίζω όσα έχασα


Σ
Σεβνταλής: ο ερωτευμένος, ο ερωτιάρης
Σεβντάς: ο ερωτικός καημός (από την τουρκική λέξη sevda)
Σεκλέτια: στεναχώρια
Σερέτης: ο δύστροπος, ο σκληρός, ο ευέξαπτος άνδρας
Σερετλίκι: η σκληρότητα
Σκερτσόζος: ο προσποιητά χαριτωμένος και ελκυστικός, περισσότερο για γυναίκες
Σορόκα: η αλλήθωρη
Συνάχης: άνδρας θυμωμένος, τσατισμένος ή υπό την επίδραση ναρκωτικών που λαμβάνονται από την μύτη
Σώτος: ο κερδισμένος


Τ
Τεκές: χασισοποτείο
Τεκετζής: ο ιδιοκτήτης του τεκέ
Τέρτσος: ο χαμένος
Τεφαρίκι: το εκλεκτό πράγμα
Τζιμάνι: άνθρωπος που με ό,τι καταπιάνεται το καταφέρνει, αξιαγάπητος, σεβαστός
Τικιτάνγκα: κουνιστός, αδερφή.
Τουμπεκί: ο καπνός
Τουφατζής: αυτός που έχει κάνει φυλακή
Τραμπαρίφας: αυτός που κάνει ανοησίες ή βλακείες
Τρυγόνα: κορίτσι
Τσαμπουκαλής: καβγατζής περσ. čābok, τουρκ. çabuk
Τσαχπίνης: ο ερωτικά άτακτος, ο γυναικάς
Τσίφτης: ξύπνιος
Τσίμα: κοντά ( επτανησιακή έκφραση)


Φ
Φάσκελο: η μούντζα.
Φελέκι: Λέξη αραβικής προέλευσης που σημαίνει τύχη (γ…ώ το φελέκι μου δηλαδή την τύχη μου)
Φούφουτος: αποκαλούσαν έτσι κάποιον που δεν γνώριζαν


Χ
Χαράμι: μάταια
Χαρμάνης: ο χρήστης χασίς που βρίσκεται σε κατάσταση στέρησης


Ψ
Ψιλά: τα λεφτά

WordPress Lightbox